edition metáfrasi - Panagiotis Nikolaidis
Werkstatt/Reihen > Reihen > edition metáfrasi
Panagiotis Nikolaidis
Sechs Gedichte
übersetzt von Dirk Uwe Hansen und Jorgos Kartakis
Παναγιώτης Νικολαΐδης
Παρενέργειες
Έτρεχες σαν
λαγός στον ύπνο μου
κοιτάζοντας πίσω φοβισμένα
Κοίτα να δεις μου λες
για να σωθείς
σφάξε στο γόνατο τις λέξεις
Κι άμα σε γλείφει χαρούμενο σκυλί
κλείσε τα μάτια
και μέτρα
ποτάμι
ποτάμι
το ποίημα
λαγός στον ύπνο μου
κοιτάζοντας πίσω φοβισμένα
Κοίτα να δεις μου λες
για να σωθείς
σφάξε στο γόνατο τις λέξεις
Κι άμα σε γλείφει χαρούμενο σκυλί
κλείσε τα μάτια
και μέτρα
ποτάμι
ποτάμι
το ποίημα
Panagiotis Nikolaidis
Nebenwirkungen
Du ranntest wie
ein Hase in meinem Traum
sahst dabei ängstlich zurück
und sagtest mir: Sieh mal, es ist
so,
um dich zu retten,
schlachte die Wörter ab.
Und wenn dich ein Hund freudig
ableckt
schließ deine Augen
und durchsuche
Fluss
für Fluss
das Gedicht
Σεισάχθεια
Όπως έσκαβα
μια μέρα έφτασα στον Σόλωνα
φιλόσοφο και ποιητή και
φραπεδιά στο χέρι
Κοίτα μου λέει νεαρέ… Πλήρης
σεισάχθεια χρεών
Και προπαντός πλήρης σεισάχθεια
της λέξης
Κοίτα του λέω Σόλωνα… χλωμό…
Αν ήσουν μάγκας και σωστός
δεν θα ‘χαμε Πεισίστρατο
δεν θα ‘χαμέ Κλεισθένη
Και για τις λέξεις… δυστυχώς…
πρώτα κουβαλώ
και μετά γράφω
μια μέρα έφτασα στον Σόλωνα
φιλόσοφο και ποιητή και
φραπεδιά στο χέρι
Κοίτα μου λέει νεαρέ… Πλήρης
σεισάχθεια χρεών
Και προπαντός πλήρης σεισάχθεια
της λέξης
Κοίτα του λέω Σόλωνα… χλωμό…
Αν ήσουν μάγκας και σωστός
δεν θα ‘χαμε Πεισίστρατο
δεν θα ‘χαμέ Κλεισθένη
Και για τις λέξεις… δυστυχώς…
πρώτα κουβαλώ
και μετά γράφω
Schuldenschnitt
Beim Graben
stieß ich eines Tages auf Solon
den Philosophen und Dichter und
mit dem Frappé in der Hand sagte er
Sieh her, Jungchen, ... Fertig
ist der Schuldenschnitt
und vor allem fertig der
Schuldenschnitt
der Wörter.
Ich seh ihn an und sage, Solon, ...
das haut nicht hin ...
wenn du wirklich so ein toller Kerl
wärst
hätten wir keinen Peisistratos
gehabt
hätten wir keinen Kleisthenes gehabt
Und was die Wörter angeht ... Pech
...
ich schleppe erst
und schreibe dann
Νιόβη
Άμα έβρεχε
παίζαμε κρυφτό με τη μάνα
Κρυβόμουν θυμάμαι: πίσω από τον καναπέ
Σήμερα παίζουμε κρυφτό στο διαμέρισμα
Όταν βλέπω τον γιό μου
πίσω από τον καναπέ
και τις πατούσες των κοριτσιών
να φέγγουν στην κουζίνα
απομακρύνομαι
και τους κοιτάζω τρέχοντας
να φτύνουν τον χρόνο
παίζαμε κρυφτό με τη μάνα
Κρυβόμουν θυμάμαι: πίσω από τον καναπέ
Σήμερα παίζουμε κρυφτό στο διαμέρισμα
Όταν βλέπω τον γιό μου
πίσω από τον καναπέ
και τις πατούσες των κοριτσιών
να φέγγουν στην κουζίνα
απομακρύνομαι
και τους κοιτάζω τρέχοντας
να φτύνουν τον χρόνο
Niobe
Wenn es regnete
spielten wir Verstecken mit unserer
Mutter
Ich weiß noch, wo ich mich
versteckte: Hinter dem Sofa
Heute spielen wir in unserer Wohnung
Verstecken
Wenn ich meinen Sohn sehe
hinter dem Sofa
und die Sohlen der Mädchen aus der
Küche leuchten
wende ich mich weg
und sehe wie sie laufen
und wie sie pfeifen auf die Zeit
Έξοδος
ΙΙ
Σ’ αυτή τη σελίδα
το χιόνι
δεν μπορεί ν’ ακουστεί
Κι όμως ως το πρωί
θα ‘χει σκεπάσει όλο
το ποίημα
το χιόνι
δεν μπορεί ν’ ακουστεί
Κι όμως ως το πρωί
θα ‘χει σκεπάσει όλο
το ποίημα
Ausgang
II
Auf dieser Seite
kann man den Schnee
nicht hören
Trotzdem wird er bis zum Morgen
das Gedicht
ganz bedeckt haben
καθρέφτης
γ’
Μια λέξη
Κουδουνίζει στο κεφάλι μου
Μπερδεύεται στα χέρια μου
Στα πόδια μου
Την πάτησα
Κουδουνίζει στο κεφάλι μου
Μπερδεύεται στα χέρια μου
Στα πόδια μου
Την πάτησα
spiegel
3
Ein Wort
rumort in meinem Kopf
fällt mir in die Hände
fällt mir vor die Füße
und ich trete darauf
Η νύφη του Ιούλη
Μες στον πόλεμον
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβουραν.
Εν είσεν νερόν.
Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει.
Εν τον εκατάλαβα.
Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν
τζι έκλαια.
η μάνα μου εβάσταν με σφιχτά
μες στ’ αγκάλια της τζι εβουραν.
Εν είσεν νερόν.
Άμαν τζι εγίνην το κακόν
τζι ο τόπος εμοιράστηκεν
εστράφηκεν με το καλόν ο τζύρης μου
τζι εγύρεψεν να με πιάσει.
Εν τον εκατάλαβα.
Εθώρουν, λαλεί η μάνα μου,
μες στα μμάθκια του
τον φονιάν
τζι έκλαια.
.
Άνοιξε δρόμο
ανάμεσα σ’ αγκάθια κι αγριόχορτα.
Λευκά λεπτά.
Αόρατα νήματα.
Σιγή.
Κι ύστερα λέξεις ξένες
αιχμηρές
μαύρο σπαθί,
κι η πόρτα κλείνει αδιάφορη
και παγωμένη.
ανάμεσα σ’ αγκάθια κι αγριόχορτα.
Λευκά λεπτά.
Αόρατα νήματα.
Σιγή.
Κι ύστερα λέξεις ξένες
αιχμηρές
μαύρο σπαθί,
κι η πόρτα κλείνει αδιάφορη
και παγωμένη.
Φεύγοντας του ψιθύρισε μια λεμονιά:
«Μεν φύεις.
Μείνε, λαλώ σου, τζι είμ’ αθθισμένη»
Μείνε, λαλώ σου, τζι είμ’ αθθισμένη»
.
Ήτουν να παντρευτώ Κυριακήν.
Παρασκευήν εφέραν μου το νυφικόν.
Εφόρησά το μόνον μιαν φοράν
(άμπα τζαι λερωθεί)
τζι ύστερις
άννοια το ερμάριν μου κρυφά
τζι εθώρουν το.
Σάββατον ξημερώματα εγίνην η εισβολή.
Το νυφικόν έμεινεν πίσω
κρεμασμένον
στην Περιστερωνοπηγήν.
Εικοσιμιάν του Ιούλη
Κυριακήν
εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά
Παρασκευήν εφέραν μου το νυφικόν.
Εφόρησά το μόνον μιαν φοράν
(άμπα τζαι λερωθεί)
τζι ύστερις
άννοια το ερμάριν μου κρυφά
τζι εθώρουν το.
Σάββατον ξημερώματα εγίνην η εισβολή.
Το νυφικόν έμεινεν πίσω
κρεμασμένον
στην Περιστερωνοπηγήν.
Εικοσιμιάν του Ιούλη
Κυριακήν
εσταματήσαν ούλλα τα πουλιά
στον αέραν..
Die
Juli- Braut
Im Krieg
hielt meine Mutter mich fest
im Arm und rannte.
Sie hatte kein Wasser.
Als das Unglück geschah
und das Land geteilt wurde
kehrte zum Glück mein Vater zurück
zu mir,
um mich hochzuheben.
Ich erkannte ihn nicht.
Ich sah, sagte meine Mutter,
in seinen Augen
einen Mörder
und weinte.
*
Er öffnete einen Weg
zwischen Disteln und Unkraut.
Weiße Minuten.
Unsichtbare Fäden.
Schweigen.
Und danach fremde
scharfe Wörter
ein schwarzes Schwert,
und die Pforte schließt sich
gleichgültig
und kalt.
Als er ging, flüsterte ein
Zitronenbaum:
"Geh nicht fort, ich sage dir,
auch ich blühe noch."
.
Am Sonntag sollte ich heiraten.
Das Brautkleid brachte man am
Freitag.
Ich trug es nur ein einziges Mal
(um es nicht schmutzig zu machen).
Und später
öffnete ich heimlich den
Kleiderschrank
und sah es an.
Samstag im Morgengrauen begann der
Einmarsch.
Das Brautkleid blieb
hängen
in Peristeropigi.
Am Sonntag,
dem 21. Juli,
blieben alle Vögel stehen
in der Luft.
εβάσταν= κρατούσε,
εβούραν= έτρεχε,
είσεν= είχε,
Εν= δεν,
τζύρης= πατέρας
.
άμπα= μήπως,
ούλλα= όλα
Panagiotis Nikolaidis wurde 1974 in
Lefkosia geboren. Er studierte Neugriechische Philologie (Dipl.) an der
Universität Zypern und Byzantinische und Neugriechische Literatur (MA) am
King's College London. Heute ist er als Gymnasiallehrer tätig. Gedichte,
Aufsätze und Literaturkritiken wurden in literarischen und wissenschaftlichen
Zeitschriften auf Zypern und in Griechenland veröffentlicht.
Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Είναι πτυχιούχος
της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου και έχει Master στη Βυζαντινή και Νεοελληνική
Λογοτεχνία από το King’sCollege του Λονδίνου. Σήμερα εργάζεται στη Μέση Εκπαίδευση. Ποιήματα, μελέτες και βιβλιοκρισίες
του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά και επιστημονικά περιοδικά στην Κύπρο και στην
Ελλάδα.